- διάταση
- Φυσική ή τεχνητή διεύρυνση ενός ανοίγματος ή μιας σωληνοειδούς δομής του σώματος. Ονομάζεται επίσης και διαστολή (βλ. λ.).
δ. μυών τενόντων. Τάση των μυών και των τενόντων τους πέρα από τα φυσικά όρια της αντοχής τους, λόγω ξαφνικής έντονης κίνησης ή τραυματισμού. Η υπερβολική δ., που έχει ως αποτέλεσμα τη ρήξη μεγάλου αριθμού μυϊκών ινών, ονομάζεται ρήξη μυός. Η αιμορραγία σε έναν τραυματισμένο μυ προκαλεί πόνο, ευαισθησία, οίδημα και μωλωπισμό. Η πολύ μεγάλη δ. μπορεί να προκαλέσει ρήξη τένοντα ή αποκοπή ενός κομματιού από το οστό στο οποίο προσκολλάται ο τένοντας. Αν οι ίνες των συνδέσμων (που συγκρατούν ενωμένα τα οστά) υπερταθούν και υποστούν ρήξη κατά ένα μέρος, ο τραυματισμός ονομάζεται διάστρεμμα. Αν υποστούν ρήξη πολλοί ή όλοι οι σύνδεσμοι, ο τραυματισμός αποκαλείται ρήξη. Στα συμπτώματα τραυματισμών συνδέσμων περιλαμβάνονται ο πόνος, που επιδεινώνεται με την κίνηση της πληγωμένης άρθρωσης, η ευαισθησία, το οίδημα και η αστάθεια της άρθρωσης.
δ. ιππέα. Μερική ρήξη των μυών της βουβωνικής περιοχής, που προκαλείται από επανειλημμένες δ. Ο τραυματισμός αυτός παρουσιάζεται συχνά σε ποδηλάτες, σε δρομείς μεγάλων αποστάσεων και σε ιππείς.
* * *η (AM διάτασις)έκταση, τέντωμανεοελλ.(για σχοινιά) διάταμα*αρχ.1. ένταση φωνής2. εξάπλωση3. διαστολή, διεύρυνση4. (για φυτά) μεγέθυνση5. ροπή, έκταση6. φιλονικία7. έντονος αγώνας («αἱ διατάσεις τοῡ πνεύματος ῥήγματα... ποιοῡσιν»)8. (γυμν.) κάθε κίνηση αργή και ομαλή με την οποία επιτυγχάνεται η τέλεια τάση τών μυών ορισμένου μέλους ή ορισμένων μελών τού σώματος9. ιατρ. η διεύρυνση ενός κοίλου οργάνου τού σώματος εξαιτίας άσκησης υπερβολικής πίεσης στο τοίχωμά του από αύξηση, ιδίως, τού όγκου τού περιεχομένου του ή τοξικής βλάβης τών στοιχείων τού τοιχώματός του.
Dictionary of Greek. 2013.